- τριακοστή
- τριᾱκοστή , τριακοστόςthirtiethfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριακοστῇ — τριᾱκοστῇ , τριακοστός thirtieth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένη — (I) ἔνη, η (θηλ. τοὺ ἔνος* ως επίρρ., στις πλάγιες πτώσεις μόνο) (Α) μεθαύριο, την τρίτη μέρα («ἀπιέναι, παρεῑναι δ εἰς ἔνην» να φύγουν και να παρουσιαστούν μεθαύριο, Αριστοφ.). (II) ἕνη, η (θηλ. τοὺ ἕνος*) (Α) η τελευταία, η τριακοστή μέρα τού… … Dictionary of Greek
προτριακάς — άδος, ἡ, Α η πριν από την τριακοστή ημέρα, η εικοστή ένατη ημέρα τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τριακάς «τριακοστή ημέρα» (< τριάκοντα)] … Dictionary of Greek
τριακάς — άδος, ἡ, ΜΑ, και επικ. και ιων. τ. τριηκάς και, κατά τον Ησύχ., τριάξ Α (συνηρ. τ. αντί τριακοντάς) ο αριθμός τριάντα αρχ. 1. η τριακοστή μέρα κάθε μήνα 2. μήνας που περιέχει τριάντα μέρες 3. (στην Αθήνα) καθένα από τα τριάντα γένη κάθε φυλής 4.… … Dictionary of Greek
τριακοσταίος — και ιων. τ. τριηκοσταῑος, αία, ον, Α 1. αυτός που γίνεται ή έγινε κατά την τριακοστή ημέρα 2. αυτός που γίνεται μέσα σε τριάντα ημέρες 3. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοστός + κατάλ. αῖος (πρβλ. τεταρ ταῖος)] … Dictionary of Greek
τριακοστός — ή, ό / τριακοστός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκοστός, ή, όν και αιολ. τ. τριάκοιστος, οίστη, ον, Α αυτός που στην αριθμητική σειρά κατέχει τον αριθμό τριάντα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τριακοστό καθένα από τα τριάντα ίσα μέρη ενός όλου αρχ. το… … Dictionary of Greek
τριαντάχρονος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ετών ή αυτός που διαρκεί τριάντα χρόνια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τριαντάχρονα η τριακοστή επέτειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάντα + χρόνος (πρβλ. εικοσά χρονος)] … Dictionary of Greek
τρισμυριοστός — ή, όν, Α αυτός που κατέχει στη σειρά την τριακοστή χιλιοστή θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισμύριοι + κατάλ. στος (πρβλ. ὀγδοηκο στός] … Dictionary of Greek
Θιβέτ — (θιβετιανά Μποντιούλ, κινεζικά Τσαγκ ΤαγκΞιζάγκ). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (1.220.000 τ. χλμ., 2.620.000 κάτ. το 2000), η οποία από το 1951 αποτελεί αυτόνομη περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Πρωτεύουσα είναι η Λάσα. Η περιοχή… … Dictionary of Greek
Μύρων — I (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από τις Ελευθερές της Αττικής, ένας από τους σημαντικότερους της αρχαιότητας, ο οποίος άκμασε μεταξύ 480 και 440 π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει μαζί με τον Πολύκλειτο και τον Πυθαγόρα στους χρόνους της 90ής Ολυμπιάδας (420… … Dictionary of Greek